φαύλων

φαύλων
φαύ̱λων , φαῦλος
cheap
fem gen pl
φαύ̱λων , φαῦλος
cheap
masc/neut gen pl
φαύ̱λων , φαῦλος
cheap
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαυλοκρατία — η το κράτος των φαύλων (βλ. λ.), η επικράτηση των φαύλων στην πολιτική ζωή, η πολιτική εξαχρείωση: Στη δικτατορία επικρατούσε φαυλοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • κουμερκιάρης — ο 1. ο ενοικιαστής τού κομμερκίου, δηλ. τού φόρου εισαγωγής, για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, ο κομμερκιάριος* 2. παροιμ. «όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης» λέγεται για δήλωση τής πονηριάς και απληστίας τών… …   Dictionary of Greek

  • πονηροκρατία — ἡ, Α [πονηροκρατούμαι] η κυριαρχία τών πονηρών, τών φαύλων, εξουσία τών κακών …   Dictionary of Greek

  • πονηρόπολις — εως, ἡ, ΜΑ πόλη τών πονηρών, τών φαύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + πόλις] …   Dictionary of Greek

  • πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι …   Dictionary of Greek

  • φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • φαυλοκρατία — η, Ν η επικράτηση τών φαύλων στην πολιτική ζωή, πολιτική εξαχρείωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαύλος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”